αγριοκαίρι

αγριοκαίρι
το
άγριος, κακός καιρός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγριοκαίρι — το ο αγριόκαιρος* …   Dictionary of Greek

  • αγριοβόρι — το ο αγριοβοριάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη παράγεται από το ουσ. αγριοβοριάς, κατά το σχήμα αγριόχοιρος αγριοκαίρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”